Νέες Τεχνολογίες
Ιστορικά, το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας εξαρτήθηκε από τη γέννησή του άμεσα από την εξέλιξη της τεχνικής. Αποτελεί κοινό τόπο στη θεωρία του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας ότι η εφεύρεση της τυπογραφίας αποτέλεσε ορόσημο για το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας σε συνδυασμό με το πολιτιστικό και φιλοσοφικό ρεύμα που ακολούθησε. Συγκεκριμένα, πρόδρομο των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας αποτέλεσαν τα αποκαλούμενα «προνόμια» τα οποία παραχωρούνταν από τις πολιτειακές αρχές αρχικά στους τυπογράφους και εκδότες-βιβλιοπώλες και αργότερα στους δημιουργούς.Η τεχνολογική πρόοδος συνέβαλε τόσο στη θέσπιση του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, όσο και στη διαμόρφωσή του. Οι τεχνικές εξελίξεις κατέστησαν δυνατή την αναπαραγωγή των έργων χωρίς τη διαμεσολάβηση και αμοιβή του αρχικού δημιουργού τους με αποτέλεσμα την άμεση ανάγκη παροχής προστασίας στους δημιουργούς απέναντι στον κίνδυνο να μην αμείβονται για τη δουλειά τους. Ταυτόχρονα, λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης και των κοινωνικοοικονομικών αναγκών δημιουργήθηκαν νέες μορφές προστατευόμενων έργων, όπως η φωτογραφία, τα κινηματογραφικά έργα, τα προγράμματα Η/Υ, οι βάσεις δεδομένων, τα πολυμέσα, καθώς και νέα μέσα δημοσιοποίησης – διανομής όλων των έργων από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση έως το διαδίκτυο.Ειδικότερα αξίζει να επισημανθούν τα ακόλουθα σε σχέση με ορισμένα έργα νέας τεχνολογίας που προστατεύονται με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας.
Προγράμματα Η/Υ
Ο Ν. 2121/1993 εναρμόνισε το ελληνικό δίκαιο με την Κοινοτική Οδηγία 250/91 για τη νομική προστασία των προγραμμάτων H/Y. Τόσο τα προγράμματα Η/Υ, όσο και το προπαρασκευαστικό υλικό τους θεωρούνται έργα λόγου. Το πρόγραμμα Η/Υ προστατεύεται σε κάθε μορφή έκφρασής του, είτε δηλαδή όταν βρίσκεται σε κώδικα μηχανής, είτε σε πηγαίο κώδικα. Σαφής ορισμός για το πρόγραμμα Η/Υ δεν υφίσταται στο νόμο, ακολουθώντας το παράδειγμα της Οδηγίας, προκειμένου η έννοια να είναι ανοιχτή σε προσαρμογές που ενδέχεται να προκύψουν από τις τεχνολογικές εξελίξεις. Οι ιδέες και οι αρχές στις οποίες στηρίζεται το πρόγραμμα και τα επιμέρους στοιχεία του, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στα οποία στηρίζονται τα προγράμματα διασύνδεσής του, δεν προστατεύονται. Το προπαρασκευαστικό υλικό σχεδιασμού ενός προγράμματος προστατεύεται σύμφωνα με το προοίμιο της σχετικής ως άνω κοινοτικής Οδηγίας «εφόσον η φύση της προπαρασκευαστικής εργασίας είναι τέτοια που το πρόγραμμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή μπορεί να προκύψει από αυτή σε ένα υστερότερο στάδιο[…]». Η ελληνική νομολογία έχει συγκεκριμένα δεχθεί ότι στη γενική έννοια του λογισμικού περιλαμβάνονται: α) το πρόγραμμα Η/Υ, β) η περιγραφή του προγράμματος (προπαρασκευαστικό υλικό) και γ) το συνοδευτικό υλικό. Η περιγραφή του προγράμματος σύμφωνα με τα ελληνικά δικαστήρια περιλαμβάνει το προστάδιο εκπονήσεώς του, μέρος και αυτό της γενικής ιδέας του λογισμικού που ορίζεται από τις πρότυπες οδηγίες σαν μια πλήρης παράσταση διαδικασίας σε γλωσσική, σχηματική ή άλλη μορφή, τα στοιχεία της οποίας επαρκούν για τον καθορισμό μιας σειράς εντολών, οι οποίες θα απαρτίσουν το τελικό πρόγραμμα και με τη βοήθεια των οποίων μπορεί να γίνει η οριστική εκπόνησή του. Στο συνοδευτικό υλικό ή τεκμηρίωση εφαρμογής, ανήκουν οι οδηγίες προς το χρήστη, σχόλια, παρατηρήσεις και σημειώσεις που εξηγούν το χειρισμό του προγράμματος [ΠΠρΘεσσ 18201/1998, ΣυμβΕφΑθ 2949/2003]. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις προπαρασκευαστικού υλικού είναι ο κατάλογος εντολών και η ροή των διαγραμμάτων (flowchart). Στο περιβάλλον του διαδικτύου μπορούν να προστατευτούν ως προγράμματα Η/Υ οι αποκαλούμενοι «φυλλομετρητές» (browsers), οι μηχανές αναζήτησης (search engines), το λογισμικό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail software) και το ειδικό λογισμικό που εκάστοτε χρησιμοποιείται για την ενεργοποίηση των υπερσυνδέσμων (hyperlinks).
Βάσεις Δεδομένων
Ο Έλληνας νομοθέτης, καίτοι στο αρχικό νομοθέτημα για την προστασία της Π.Ι. εμπεριείχε ήδη αναφορά στις βάσεις δεδομένων, έχει πλέον ήδη υιοθετήσει (α.2§2α) τον ορισμό της βάσης δεδομένων που δίδεται στην κοινοτική Οδηγία 96/9, την οποία ενσωμάτωσε με το Ν. 2819/2000.
Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό ως βάσεις δεδομένων θεωρούνται: «συλλογές έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων, διευθετημένων κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και ατομικώς προσιτών με ηλεκτρονικά μέσα ή με άλλο τρόπο». Διευκρινίζεται ότι για να υπαχθούν οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων στην ως άνω έννοια δεν απαιτείται η αποθήκευση των επιμέρους στοιχείων που εμπεριέχονται σε κάποιον υλικό φορέα.
Είναι αδιάφορο, καταρχήν, εάν το περιεχόμενο της βάσης προστατεύεται αυτοτελώς με το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας ή όχι. Τα δεδομένα δεν είναι απαραίτητο να είναι έργα πνευματικής ιδιοκτησίας ή να έχουν πνευματικό περιεχόμενο ή να είναι ομοειδή. Την ίδια προστασία απολαμβάνουν για παράδειγμα τόσο η νομική βάση δεδομένων του Εθνικού Τυπογραφείου, η οποία περιλαμβάνει δημοσιευμένα στο ΦΕΚ νομοθετήματα, τα οποία ως πολιτειακά κείμενα δεν χαίρουν αυτοτελώς προστασίας, όσο και η βάση δεδομένων της Heal link, που περιέχει προστατευόμενες επιστημονικές δημοσιεύσεις.
Για να προστατευθεί με το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας μια βάση δεδομένων απαιτείται σύμφωνα με το νόμο, η επιλογή ή η διευθέτηση του περιεχομένου της να συνιστούν πνευματικό δημιούργημα. Δεν απαιτείται κανένα άλλο κριτήριο για την παροχή προστασίας. Η προστασία αυτή δεν εκτείνεται στο περιεχόμενο των βάσεων δεδομένων και δεν θίγει κανένα από τα δικαιώματα, που υφίστανται στο περιεχόμενο αυτό. Συνεπώς, σε μια βάση δεδομένων, η οποία εμπεριέχει άλλα προστατευόμενα με το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας έργα, πχ. φωτογραφίες, η προστασία της βάσης δεδομένων παραμένει ανεξάρτητη από την προστασία των φωτογραφιών.
Σχετικά με τις βάσεις δεδομένων αναγνωρίσθηκε ένα ειδικής φύσεως δικαίωμα (sui generis) στον κατασκευαστή τους (maker of databases), δηλαδή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λαμβάνει την πρωτοβουλία και επωμίζεται τον κίνδυνο των επενδύσεων. Ο όρος «κατασκευαστής» της βάσης χρησιμοποιήθηκε σκόπιμα αντί του όρου παραγωγός (producer) για να διακριθεί από τον εργολάβο που μπορεί να την υλοποιήσει. Σκοπός της θέσπισης του ειδικού αυτού δικαιώματος είναι η προστασία της οικονομικής και επαγγελματικής επένδυσης του κατασκευαστή έναντι της ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της επένδυσης αυτής από τρίτους.
Ειδικότερα, στο α.45Α προβλέπεται ότι: «ο κατασκευαστής βάσης δεδομένων έχει το δικαίωμα να απαγορεύει την εξαγωγή ή/και επαναχρησιμοποίηση του συνόλου ή ουσιώδους μέρους του περιεχομένου της βάσης δεδομένων, αξιολογούμενου ποιοτικά ή ποσοτικά, εφόσον η απόκτηση, ο έλεγχος ή η παρουσίαση του περιεχομένου της βάσης δεδομένων καταδεικνύουν ουσιώδη ποιοτική ή ποσοτική επένδυση».
Ο κατασκευαστής της βάσης δεδομένων δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει με το δημιουργό της, χωρίς κάτι τέτοιο να αποκλείεται. Δημιουργός κατά το εθνικό μας δίκαιο μπορεί να είναι μόνο φυσικό πρόσωπο, ενώ «κατασκευαστής» μπορεί να είναι είτε φυσικό, είτε νομικό πρόσωπο. Ο δημιουργός έχει το απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα που του αποδίδεται στο άρθρο 3 του νόμου. Συγκεκριμένα: «Ο δημιουργός βάσης δεδομένων έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει ή να απαγορεύει: α) την προσωρινή ή διαρκή αναπαραγωγή της βάσης δεδομένων με κάθε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει, β) τη μετάφραση, προσαρμογή, διευθέτηση και οποιαδήποτε άλλη μετατροπή της βάσης δεδομένων, γ) οποιαδήποτε μορφή διανομής της βάσης δεδομένων ή αντιγράφων της στο κοινό. ……, δ) οποιαδήποτε ανακοίνωση, επίδειξη ή παρουσίαση της βάσης δεδομένων στο κοινό, ε) οποιαδήποτε αναπαραγωγή, διανομή, ανακοίνωση, επίδειξη ή παρουσίαση στο κοινό των αποτελεσμάτων των πράξεων που αναφέρονται στο στοιχείο β’». Όταν δημιουργός και κατασκευαστής είναι το ίδιο πρόσωπο, τότε απολαμβάνει σωρευτικά τη διπλή προστασία που προβλέπεται στα άρθρα 45Α και 3 του ν.2121/1993.
Πολυμέσα
Ο νόμος δεν αναφέρεται ρητά στα πολυμέσα. Η ευρεία ανάπτυξη και διαδεδομένη χρήση τους ωστόσο στις ημέρες μας έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της προστασίας τους βάσει του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας. Τα πρακτικά προβλήματα που ανακύπτουν ανάγονται στη δυσκολία υπαγωγής τους σε μια από τις παραδοσιακές κατηγορίες έργων του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας. Συνήθως οι επιμέρους δημιουργοί είναι εύκολο να ανιχνευθούν και οι μεταξύ τους σχέσεις ρυθμίζονται βάσει συμβάσεων. Όμως, το να βρεθεί το υποκείμενο των δικαιωμάτων δεν αρκεί, αν δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί το αντικείμενο των δικαιωμάτων, ήτοι η κατηγορία του έργου επί του οποίου υφίστανται τα όποια δικαιώματα. Η θεωρία κυμαίνεται ανάμεσα στο χαρακτηρισμό των πολυμέσων είτε ως οπτικοακουστικών έργων είτε ως βάσεων δεδομένων. Τα πολυμέσα μπορούν να οριστούν ως «προϊόντα ή υπηρεσίες που συνδυάζουν σε έναν και μόνο φορέα, σε ψηφιακή μορφή δύο τουλάχιστον διαφορετικά είδη έργων ή δεδομένων (κείμενα, ήχους, εικόνες, κλπ), ενώ ταυτόχρονα παρέχουν στο χρήστη τους τη δυνατότητα διάδρασης με το περιεχόμενό τους με τη βοήθεια ενός λογισμικού (Ε. Σταματούδη, «Η προστασία των πολυμέσων ως λογισμικών, βάσεων δεδομένων ή οπτικοακουστικών έργων» (2001) Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου σελ. 785 – 791, και Ι. Stamatoudi, Multimedia products as copyright works, Cambridge University Press, Cambridge, 2002).
Ιστοσελίδες
Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η προστασία των ιστοσελίδων ως αυτόνομων έργων. Κατ’ αρχάς, μια ιστοσελίδα στις περισσότερες περιπτώσεις περιέχει άλλα έργα, όπως λογισμικό, εικόνες, κείμενα και ήχους, τα οποία, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου θα προστατεύονται αυτοτελώς. Ένα έργο προστατεύεται εξίσου είτε είναι ενσωματωμένο σε κάποιο υλικό φορέα (πχ. έντυπο ή cd), είτε βρίσκεται σε ένα διαδικτυακό τόπο (πχ. μια φωτογραφία χαίρει της ίδιας προστασίας είτε είναι τυπωμένη σε μια εφημερίδα είτε παρουσιάζεται στο διαδικτυακό κόμβο μιας εφημερίδας). Η χρήση κάθε ψηφιακού επιγραμμικού (online) έργου υπόκειται στις διατάξεις του νόμου, όπως ακριβώς και όταν διατίθεται σε οποιαδήποτε εκτός δικτύου μορφή.
Η ίδια η ιστοσελίδα αυτόνομα μπορεί να προστατευτεί ως έργο ακόμα και χωρίς να εμπίπτει σε μια από τις αναφερόμενες ενδεικτικές κατηγορίες έργων του αρ. 2 Ν.2121/93. Σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσε να εμπίπτει στην έννοια της βάσης δεδομένων ενώ εναλλακτικά θα μπορούσαν να προστατευτούν ορισμένα μέρη της (τα οποία την απαρτίζουν) ως έργα, εάν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου.
Ο φορέας της ιστοσελίδας, νόμιμος ιδιοκτήτης της, που συνήθως ταυτίζεται με τον καταχωρητή του οικείου ονόματος πεδίου (domain name), δεν αποκτά αυτοδικαίως κάποιο ειδικό δικαίωμα, όπως αυτό του κατασκευαστή μιας βάσης δεδομένων παρά μόνον εάν η εν λόγω ιστοσελίδα υπαχθεί στην έννοια της βάσης δεδομένων. Τα όποια δικαιώματά του επί των περιεχομένων της ιστοσελίδας θα πηγάζουν είτε από το γεγονός ότι ο ίδιος έχει δημιουργήσει τα αυτοτελή έργα και συνεπώς είναι πρωτογενώς δικαιούχος, είτε από τις συμβάσεις μεταβίβασης των περιουσιακών δικαιωμάτων επί των επιμέρους έργων που θα έχει συνάψει με τους αρχικούς δημιουργούς τους, οπότε θα είναι δευτερογενώς δικαιούχος.
Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι δεν προστατεύονται βάσει του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας οι ιδέες, οι διαδικασίες, οι μέθοδοι λειτουργίας ή οι μαθηματικές έννοιες καθεαυτές.
Ορισμένα προϊόντα που δεν προστατεύονται από το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας μπορούν ενδεχομένως να προστατευθούν με άλλους τρόπους, όπως για παράδειγμααπό το δίκαιο βιομηχανικής ιδιοκτησίας ή τον αθέμιτο ανταγωνισμό.
Η βασική διαφορά ανάμεσα στο δίκαιο της πνευματικής και το δίκαιο της βιομηχανικής ιδιοκτησίας συνίσταται στο ότι η πρώτη προστατεύει την έκφραση μιας ιδέας, εφόσον γίνεται με τρόπο αντιληπτό στις ανθρώπινες αισθήσεις, ενώ η δεύτερη προστατεύει τις ιδέες, εφόσον είναι νέες και στην περίπτωση των εφευρέσεων επιδεκτικές βιομηχανικής εφαρμογής.
ΠΗΓΗ: https://web.opi.gr/xres/p/EL/web.opi.gr/portal/page/portal/opi/info/tech.html